- μυχάλμη
- μυχάλμη, ἡ (Α)(κατά τον Φώτ.) «βυθός θαλάσσης».[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + ἅλμη «θαλασσινό νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek